- αποψύχω
- (αόρ. απέψυξα, παθ. αόρ. απεψύχθην и απεψύχην) μετ. охлаждать; замораживать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποψύχω — αποψύχω, απέψυξα (σπάν. απόψυξα) βλ. πίν. 31 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀποψύχω — ἀπόψυχος frigid masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀπόψυχος frigid masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀποψύ̱χω , ἀποψύχω leave off breathing pres subj act 1st sg ἀποψύ̱χω , ἀποψύχω leave off breathing pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποψύχω — (AM ἀποψύχω) 1. ψύχω εντελώς, καθιστώ κάτι πολύ ψυχρό νεοελλ. 1. αφαιρώ την ψύξη, ξεπαγώνω 2. πεθαίνω μσν. νεοελλ. ( ομαι) αναπαύομαι, ξεκουράζομαι αρχ. 1. μου κόβεται η αναπνοή, λιποθυμώ 2. απρόσ. ἀποψύχει αρχίζει να ψυχραίνει ο καιρός 3. (… … Dictionary of Greek
αποψύχω — υξα, ύχτηκα, υγμένος, ξεπαγώνω: Όταν κάποιο τρόφιμο αποψυχτεί, πρέπει να καταναλωθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποψυγέντα — ἀποψύχω leave off breathing aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀποψύχω leave off breathing aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέψυχεν — ἀποψύχω leave off breathing aor ind pass 3rd pl (epic) ἀπέψῡχεν , ἀποψύχω leave off breathing imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεψῦχθαι — ἀποψύχω leave off breathing perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεψύγη — ἀποψύχω leave off breathing aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεψύχη — ἀποψύχω leave off breathing aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποψυγεῖσαι — ἀποψύχω leave off breathing aor part pass fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποψυγείη — ἀποψύχω leave off breathing aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)